Η ριζική προστατεκτομή είναι η θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με εντοπισμένο καρκίνο του προστάτη αφού δίνει τα καλύτερα μακροχρόνια ογκολογικά αποτελέσματα. Είναι η πιο συχνή επέμβαση, όσον αφορά κακοήθειες του Ουροποιητικού και η εμπειρία 30 και πλεόν χρόνων επιτρέπει στους χειρουργούς να προσφέρουν άριστα αποτελέσματα. Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένες επιπλοκές οι οποίες ακόμα και στα χέρια των πιο έμεπιρων χειρουργών είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής.

Πώς γίνεται?

Η επέμβαση γίνεται υπό γενική αναισθησία, η οποία έχει ένα ποσοστό δυνητικών επιπλοκών για τις οποίες θα ενημερωθείτε από την Αναισθησιολογική ομάδα.

Η προσπέλαση γίνεται μέσω μιας κάθετης τομής 10-15εκ. κάτω από τον ομφαλό, χωρίς να απαιτείται είσοδος στην περιτοναική κοιλότητα (εξωπεριτοναική μέθοδος). Ανάλογα με τα προεγχειρητικά χαρακτηριστικά της βιοψίας προστάτη είναι δυνατό να γίνει αφαίρεση και των λαγόνιων λεμφαδένων  για λόγους σταδιοποίησης. Η πιθανότητα να βρεθούν διηθημένοι λεμφαδένες είναι πολύ μικρή, ωστόσο καθορίζει την μετεγχειρητική επιλογή συμπληρωματικής θεραπείας.

Κατά την επέμβαση αφαιρείται ολόκληρος ο προστάτης μαζί με τις σπερματοδόχους κύστεις. ο αυχένας της ουροδόχου κύστης ανακατασκευάζεται με ειδική συρραφή και στην συνέχεια αναστομώνεται με το κολόβωμα της ουρήθρας όπου διατηρείται ο έξω σφιγκτήρας αυτής, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η εγκράτεια μετεγχειρητικά.  Ο ασθενής εξέρχεται του χειρουργείου έχοντας έναν ουροκαθετήρα και μία παροχέτευση η οποία αφαιρείται την 2η -3η μτχ ημέρα. Ο ασθενής σιτίζεται από το απόγευμα της ίδιας ημέρας ενώ κινητοποιείται σταδιακά ώστε να μπορεί να εξέλθει της κλινικής το συντομότερο δυνατό. Ο ουροκαθετήρας παραμένει για 15 ημέρες, συνολικά.

Πιθανές επιπλοκές?

Παρόλη την προσοχή και εμπειρία είναι δυνατόν να εμφανιστούν μεμονομένες επιπλοκές οι οποίες συνήθως αντιμετωπίζονται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία

Διεγχειρητικές

  • Αιμορραγία, η οποία μπορεί να απαιτήσει μετάγγιση αίματος
  • Τραυματισμός γειτονικών οργάνων και κυρίως του ορθού, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις < 1%, όπου είναι εργώδης η παρασκευή των ιστών λόγω της επέκτασης του όγκου. Συνήθως αναγνωρίζεται κατά τη διάρκεια του χειρουργείου και αντιμετωπίζεται με συρραφή σε δύο στρώματα.
  • Τραυματισμός του ουρητήρα, επίσης σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, που η θέση του είναι σε έκτοπη θέση πολύ κοντά στις σπερματοδόχους κύστεις. Η κάκωση αντιμετωπίζεται με συρραφή ή και επανεμφύτευση στην ουροδόχο κύστη
  • Τραυματισμός νεύρων του δέρματος ή των μυών ή του θυροειδούς. Οδηγεί σε παροδική συμπτωματολογία και αυτοιάται

Μετεγχειρητικές

  • Ακράτεια ούρων, η οποία σε διεθνές επίπεδο εμφανίζεται σε ποσοστό ≈8%- 10%. Προκαλείται λόγω του τραυματισμού του έξω σφιγκτήρα της ουρήθρας. Αρχικά οι ασθενείς παρουσιάζουν μια μικρή ακράτεια η οποία βελτιώνεται σταδιακά σε διάστημα εβδομάδων ή/και μηνών και τελικά εξαφανίζεται. Σε ασθενείς που παρουσιάζουν απώλεια ούρων μετά από ένα έτος, προτείνετια ανάλογα και με τη βαρύτητα της ακράτειας η τοποθέτηση σφιγκτήρα ουρήθρας, ο οποίος καθιστά τον ασθενή εγκρατή.
  • Στυτική δυσλειτουργία , η οποία ανάλογα με την τεχνική της επέμβασης μπορεί να φτάσει σε ποσοστά και μέχρι 90%. Σε ασθενείς, όπου το ογκολογικό προφίλ το επιτρέπει, γίνεται προσπάθεια διατήρησης των νεύρων που είναι υπεύθυνα για τη στύση ( nerve sparing technique), προσφέροντας ποσοστά επιτυχίας μέχρι και 70%. Ωστόσο, στις μέρες μας υπάρχουν φαρμακευτικές ουσίες οι οποίες χορηγούνται είτε από του στόματος, είτε με ενδοσηρραγγώδεις ενέσεις και οι οποίες προσφέρουν ικανοποιητικά πσοσοστά στυτικής ικανότητας, ακόμα και σε ασθενείς μετά ριζική προστατεκτομή.
  • Σε ασθενείς όπου έχει γίνει λεμφαδενικός καθαρισμός είναι δυνατόν να έχουμε εκροή λέμφου η οποία μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην δημιουργία λεμφοκήλης.
  • Σε σπάνιες περιπτώσεις και λόγω δημιουργίας ινώδους αντιδραστικού ιστού, προκαλείται στένωμα στο σημείο της αναστόμωσης, το οποίο απαιτεί διαστολή ή\και διάνοιξη.
  • Επιπλοκές όπως σε κάθε χειρουργική επέμβαση του τύπου της διαπύησης τραύματος, εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης, ειλεού οι οποίες αντιμετωπίζονται συνήθως με συντηρητικές μεθόδους και δεν θέτουν τον ασθενή σε κίνδυνο.

Γενικά,  η ριζική προστατεκτομή έχει ένα μικρό ποσοστό επιπλοκών που σχετίζονται άμεσα με την χειρουργική εμπειρία του χειρουργού. Προσφέρει ίαση σε πσοστό 90% σε ασθενείς με εντοπισμένο καρκίνο προστάτη, ενώ δεν αποκλείει την μελλοντική εφαρμογή συμπληρωματικής θεραπείας σε περιπτώσεις εκτεταμένης νόσου. Έχει τα καλύτερα μακροχρόνια ογκολογικά αποτέλέσματα, έχοντας όμως  μικρές αλλά σημαντικές πολλές φορές επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής του ασθενούς.

Οδηγίες προ χειρουργείου

Κάθε είδους αντιπηκτική αγωγή όπως ασπιρίνη( Salospir), αντιαιαμοπεταλιακοί παράγοντες ( Plavix, Iscover), αντιπηκτικά του τύπου της βαρφαρίνης ( Sintrom), πρέπει να διακοπούν άλλοτε άλλο χρόνο και υπό τις οδηγίες του θεράποντος Ιατρού.

Η διενέργεια ασκήσεων πυελικού εδάφους βοηθούν σημαντικά στην γρηγορότερη επαναφορά της εγκράτειας μετεγχειρητικά και συστήνονται ανεπιφύλακτα.

Η επέμβαση είναι απαραίτητο να πραγματοποιείται τουλάχιστον ένα μήνα μετά την διενέργεια της βιοψίας προστάτη. Η άμεση προσφυγή στο χειρουργείο αυξάνει το ποσοτό των επιπλοκών, τόσο κατά τη διάρκεια της επέμβασης, όσο και μετεγχειρητικά, λόγω της υπάρχουσας φλεγμονής.

Οδηγίες μετά την επέμβαση

Ο ασθενής εξέρχεται έχοντας ουροκαθετήρα ο οποίος αφαιρέιται την 15η ημέρα. Αποφύγετε κόπωση ή άρση βάρους για διάστημα 1 μηνός και επιστρέψτε στην καθημερινή σας δραστηριότητα σταδιακά και άναλοιγα με τις δυνάμεις σας.

Μόλις ο ιατρός σας έχει την απάντηση της ιστολογικής εξέτασης θα ενημερωθείται σχετικά καθορίζοντας και το πρωτόκολλο παρακολούθησης και περαιτέρω θεραπευτικής προσέγγισης.